-
1 известный
известный 1) γνωστός 2 (знаменитый) ξακουστός, διάσημος, φημισμένος 3) (определённый ) ορισμένος* * *1) γνωστός2) ( знаменитый) ξακουστός, διάσημος, φημισμένος3) ( определённый) ορισμένος -
2 определённый
-
3 определённый
επ. από μτχ.1. ορισμένος, καθορισμένος•встртиься в определённый час συναντιέμαι στην καθορισμένη ώρα.
2. αδρός, ζωηρός (για χαρακτηριστικά προσώπου).3. σαφής, ξεκάθαρος, ευκρινής•он не дал -ого ответа αυτός δεν απάντησε ξεκάθαρα.
4. ορισμένος κάποιος•в -ых условиях σε ορισμένες συνθήκες•
в -ых случаях σε ορισμένες περιπτώσεις•
это определённый успех αυτό είναι κάποια επιτυχία.
5. φανερός, ολοφάνερος, οφθαλμοφανής, εξόφθαλμος. || αναμφίβολος, αναμφισβήτητος.εκφρ.определённый член – (γραμμ.) το οριστικό άρθρο (ο, η, το). -
4 лимитирование
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > лимитирование
-
5 определённый
1. (некоторый) κάποιος, ορισμένος 2. (имеющий определение) καθορισμένος 3. (конкретный) ειδικός 4. (ясный, отчётливый) σαφής, ξεκάθαρος 5. (бесспорный, несомненный) αναμφίβολος 6. мат. · - интеграл το ορισμένο ολοκλήρωμα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > определённый
-
6 определимый
(προσδι)ορισμένος, καθορισμένοςстатически - στατικά -.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > определимый
-
7 известный
извест||ныйприл1. (знакомый) γνωστός:вам \известныйеи этот человек? σᾶς εἶναι γνωστός αὐτός ὁ ἀνθρωπος;·2. (знаменитый) διάσημος, ὁνομαστός, ἐνδοξος:\известныйный художник ξακουστός καλλιτέχνης· это \известныйный скрипач εἶναι διάσημος βιολιστής·3. (определенный) ὁρισμένος:с \известныйной целью μέ ὁρισμένο σκοπό· в \известныйный час σέ ὁρισμένη ὠρα·4. (некоторый) κάποιος, μερικός:в \известныйных случаях σέ μερικές περιπτώσεις. -
8 определенный
[απριντιλιόννυϊ] μτχ./εκ. ορισμένος, καθορισμένος, προσδιορισμένος -
9 определенный
[απριντιλιόννυϊ] μτχ/εκ. ορισμένος, καθορισμένος, προσδιορισμένος -
10 известный
επ., βρ: -тен, -тна, -тно.1. γνώριμος, γνωστός•-ое дело γνωστή υπόθεση.
2. διάσημος, ξακουστός, ονομαστός, φημισμένος. || πασίγνωστος διαβόητος•-ая женщина πασίγνωστη γυναίκα•
известный бандит διαβόητος ληστής.
3. ορισμένος, δοσμένος, κάποιος•есть -ая доля свободы υπάρχει κάποια ελευθερία•
в известный момент στη δοσμένη στιγμή.
|| καθορισμένος συνηθισμένος•в известный час открылось окно την καθορισμένη ώρα άνοιξε το παράθυρο•
при -ых условиях κατά τα συνηθισμένα.
4. πληροφορημένος, κατατοπισμένος•я про то извстен стал για κείνο εγώ πληροφορήθηκα.
-
11 лимитный
επ.ορισμένος, προσδιορισμένος, καθορισμένος. -
12 определительный
επ., βρ: -лен, -льна, -о1. οριστικός, καθοριστικός, καθορίζων.2. (γραμμή) οριστικός•-ое местоимение οριστική αντωνυμία.
3. ακριβής, ορισμένος. -
13 очередной
επ.1. άμεσος, επείγων•-ые задачи τα άμεσα καθήκοντα.
|| τακτός, κανονικός, (καθ)ορισμένος.2. εκτελών υπηρεσία με τη σειρά.3. περιοδικός• συνήθης, συνηθισμένος.4. τακτικός•очередной съезд τακτικό συνέδριο.
См. также в других словарях:
δημοπρασία — Ορισμένος τρόπος διαπραγμάτευσης και σύναψης συμβάσεων, κατά παρέκκλιση από τις συνηθισμένες συναλλακτικές διαδικασίες, με σκοπό να εξασφαλιστούν καλύτεροι όροι δημοσιότητας, πιο εύλογο τίμημα ή αρτιότερη κατασκευή έργου. H δ. ονομάζεται… … Dictionary of Greek
πολιτισμός — Με το γενικό όρο «πολιτισμός» στη γλώσσα μας υποδηλώνονται δύο έννοιες, για τις οποίες οι άλλες ευρωπαϊκές γλώσσες διαθέτουν ξεχωριστούς όρους:civilisationκαι culture. Αλλά κι εκεί, παρότι οι όροι είναι διαχωρισμένοι, τα όρια των δύο εννοιών δεν… … Dictionary of Greek
δόλος — Νομικός όρος που στο αστικό δίκαιο συνιστά, μαζί με την αμέλεια, την υπαιτιότητα (πταίσμα), όπου απαιτείται για τη στοιχειοθέτηση ευθύνης αποζημίωσης. Αυτό μπορεί να συμβεί σε περίπτωση αθέτησης συμβατικών υποχρεώσεων ή πρόκλησης παράνομης ζημίας … Dictionary of Greek
παραγωγικότητα — Ειδική έρευνα των συντελεστών της παραγωγής (φύση, κεφάλαιο, εργασία) που δείχνει το μέτρο, κατά το οποίο καθένας από αυτούς συμβάλλει στον σχηματισμό του προϊόντος της επιχείρησης. Η έννοια της π. είναι ουσιαστικά οικονομική και δεν πρέπει να… … Dictionary of Greek
ασφάλιση, κοινωνική — Δραστηριότητα με την οποία το κράτος άμεσα ή με τη μεσολάβηση οργανισμών που βρίσκονται υπό τον έλεγχό του προσφέρει στον εργαζόμενο, αντί ορισμένης τακτικής χρηματικής καταβολής, υλικές παροχές και υπηρεσίες σε περιπτώσεις ασθένειας, σωματικής ή … Dictionary of Greek
ορίζομαι — ορίζομαι, ορίστηκα, ορισμένος βλ. πίν. 34 Σημειώσεις: ορίζομαι : η μτχ. ορισμένος απαντάται και ως επίθετο, π.χ. σε ορισμένη (→ δεδομένη, συγκεκριμένη) χρονική στιγμή … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
Σπάρτη — I Μυθικό πρόσωπο επώνυμη ηρωίδα της Σπάρτης κόρη του Ευρώτα και της Κλήτας και σύζυγος του Λακεδαίμονα. Ήταν μητέρα του Αμύκλα, της Ευρυδίκης, του Ίμερου και της Ασίνης. II Πόλη (14.084 κάτ.) της νότιας Πελοποννήσου, πρωτεύουσα του νομού Λακωνίας … Dictionary of Greek
έκδοση — Η δημοσίευση ενός γραπτού κειμένου· η εκτύπωση και η διάδοση οποιουδήποτε κειμένου από εκδοτικό οργανισμό· οι διάφορες εκτυπώσεις ενός βιβλίου ή μιας εφημερίδας· το σύνολο των αντιτύπων του ίδιου έργου σε μία μόνο εκτύπωση. Επειδή στον όρο έ.… … Dictionary of Greek
ένστικτο — Χαρακτηριστική τάση ενός είδους, η οποία είναι κληρονομική και συνεπώς δεν οφείλεται στη μάθηση, και εξωτερικεύεται με μια περίπλοκη και στερεότυπη συμπεριφορά. Ουσιώδης προϋπόθεση για να μπορεί να χαρακτηριστεί ενστικτώδης ένας ορισμένος τύπος… … Dictionary of Greek
έντυπος — η, ο (Α ἔντυπος, ον) ο τυπωμένος νεοελλ. 1. αυτός που παράγεται με εκτύπωση, τυπωμένος, σταμπαρισμένος 2. το ουδ. ως ουσ. το έντυπο(ν) τυπωμένο βιβλίο, περιοδικό, φυλλάδιο κ.λπ., σε αντιδιαστολή προς το χειρόγραφο ή δακτυλογραφημένο ή… … Dictionary of Greek
ήβη — I Αρχαιοελληνική θεότητα. Ήταν κόρη του Δία και της Ήρας. Σύμφωνα με τον μύθο, οι Αθάνατοι την πάντρεψαν με τον Ηρακλή μετά την αποθέωσή του. Προσωποποίηση της νεότητας, είχε τα καθήκοντα της οινοχόου των θεών και ιδιαίτερης θεραπαινίδας της Ήρας … Dictionary of Greek